Μετάβαση στο περιεχόμενο

Αστικό δράμα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Το αστικό δράμα είναι θεατρικό είδος που αναπτύχθηκε τον 18ο αιώνα κυρίως από τους Μαριβώ, Ντιντερό και Μπωμαρσαί. Παρουσιάζεται ως ενδιάμεσο είδος μεταξύ κωμωδίας και τραγωδίας. Απεικονίζει χαρακτήρες της αστικής τάξης και αναζητά την αλήθεια σε αντίδραση στην αληθοφάνεια του κλασικισμού. Τα θέματα αγγίζουν τον μέσο άνθρωπο και τις πραγματικές κοινωνικές συνθήκες.[1]

Είναι καρπός του Διαφωτισμού και της ανάδυσης της αστικής τάξης και των ιδανικών της.

Το αστικό δράμα ανταποκρίνεται στα νέα γούστα ενός αιώνα που εγκαταλείπει την τραγωδία και δεν δέχεται πια τη φάρσα. Η ιδέα δεν είναι νέα, αφού ο Ζαν Μπρετό είχε ήδη γράψει τη Γαλλική Τραγωδία (1571) «πριν ο Ντιντερό δημιουργήσει την αστική τραγωδία».[2] Η «δακρύβρεχτη κωμωδία», που δημιούργησε ο Νιβέλ ντε Λα Σωσσέ, ήδη από το 1735, προετοίμασε τον δρόμο για το είδος, εκφράζοντας ήδη ποιος θα ήταν ο διπλός σκοπός της: να συγκινήσει τον θεατή και να ικανοποιήσει τις ηθικές του απαιτήσεις.

Στις Συνομιλίες για τον Νόθο γιό που συνόδευαν το πρώτο θεατρικό του Ο νόθος γιος που ο Ντιντερό αναφέρεται για πρώτη φορά στο αστικό δράμα, το οποίο αποκαλεί «σοβαρό είδος».[3]

Το αστικό δράμα είναι ένα θεατρικό είδος ανάμεσα στην κωμωδία και την τραγωδία και δανείζεται από αυτά πολλά στοιχεία. Τα έργα προβάλλουν τις αξίες της αστικής τάξης στην οποία ανήκουν οι ήρωές τους. Το ιδανικό τους είναι ο ενάρετος πολίτης και επικεντρώνονται στην ιδιωτική του ζωή και στη ζωή της οικογένειάς του. Κυριαρχούν αξίες όπως η αρετή, η ανθρωπιά, η ατομικότητα και τα αληθινά συναισθήματα.[4]

Το αστικό δράμα χαρακτηρίζουν:

  • η άρνηση της ενότητας χρόνου και τόπου.
  • η υπεροχή της αλήθειας έναντι της αληθοφάνειας και της πιθανότητας.
  • η μεγαλύτερη εγγύτητα με τις ανησυχίες της εποχής.
  • η πρόκληση μιας διδακτικής λειτουργίας μέσω του συναισθήματος.
  • οι κοινωνικές συνθήκες.
  • ο έρωτας.
  • η τάση για πάθος και υπερβολές.
  • η σημασία της κίνησης.

Από σκηνικής άποψης, το αστικό δράμα καινοτομεί χάρη στην αφαίρεση, το 1759, των πάγκων που προορίζονταν για το κοινό που βρίσκονταν στη σκηνή. Έτσι, η οριοθέτηση μεταξύ σκηνής και θεατών γίνεται μεγαλύτερη και υπογραμμίζεται επίσης από την παρουσία κουρτίνας. Επιπλέον, τα σκηνικά είναι φτιαγμένα με μεγάλη φροντίδα για ρεαλισμό και το πάτωμα έχει ελαφριά κλίση για να τονίσει την προοπτική.[5]

Έμφαση δίνεται και στους ηθοποιούς. Σύμφωνα με τον Ντιντερό, δεν είναι φυσικό σε μεγάλες συναισθηματικές σκηνές να απαγγέλεται λυρικό κείμενο, έτσι ενθάρρυνε διαλόγους σε πεζό λόγο και την κίνηση, τις χειρονομίες. Ο Ντιντερό συνέβαλε σημαντικά στην ανάπτυξη του θεάτρου επίσης με μια από τις πρώτες θεωρίες για τον ηθοποιό και την υποκριτική τέχνη, στο δοκίμιο Το παράδοξο του ηθοποιού.

Από πολλές απόψεις, το αστικό δράμα επηρέασε σε μεγάλο βαθμό το δημοφιλές είδος του μελοδράματος του 19ου αιώνα.

Το πρώτο αστικό δράμα ήταν ένα αγγλικό θεατρικό έργο: Ο έμπορος του Λονδίνου του Τζορτζ Λίλο, που παίχτηκε για πρώτη φορά το 1731. Στη Γαλλία, το πρώτο ήταν η Συλβί του Πωλ Λαντουά, το 1741. Χρόνια αργότερα κυκλοφόρησαν Η πιστή Σύζυγος του Μαριβώ και δύο έργα του Ντενί Ντιντερό: Ο νόθος γιος ανέβηκε για πρώτη φορά το 1757 και Ο πατέρας της οικογένειας το επόμενο έτος. Επίσης, το θεατρικό του Μισέλ-Ζαν Σενταίν Φιλόσοφος χωρίς να το ξέρει (1765) και θεατρικά του Μπωμαρσαί όπως Η ένοχη μητέρα (1792).

Αυτά τα έργα δεν ήταν αυστηρά τραγωδίες, αντιμετώπισαν την αστική ζωή με σοβαρό τρόπο ασυνήθιστο για τη σύγχρονη κωμωδία και παρείχαν έντονη κοινωνική κριτική στο πνεύμα των αρχών του Διαφωτισμού.[6]